Οι τάφοι Των Μιθριδατών

Οι τάφοι Των Μιθριδατών στην Αμάσεια του Πόντου, Ελένης Μεντεσίδου.

Η σημερινή Αμάσεια βρίσκεται νότια της Αμισού στην ίδια θέση, όπου βρισκόταν η αρχαία πόλη. Είναι κτισμένη σε μία στενή κοιλάδα την οποία διασχίζει ο ποταμός Ίρις. Πάνω από την πόλη επιβλητικά στέκει ο βράχος, όπου έχουν λαξευτεί οι τάφοι των Μιθριδατών βασιλέων, τους οποίους ακόμη και σήμερα αντικρίζει ο επισκέπτης. Οι τάφοι χρονολογούνται κατά τα ελληνιστικά χρόνια, στην περίοδο του Βασιλείου του Πόντου.

Ιδρυτής του Ελληνιστικού Βασιλείου του Πόντου ήταν ο Μιθριδάτης I ο Κτίστης, ο οποίος συνδέεται με μία δυναστεία, που κατά τον 4ο αι.π.Χ. έδρευε στη Μυσία[1]. Η βασιλική οικογένεια καυχόταν πως καταγόταν από την παλαιά Περσική αριστοκρατία και πως έλαβε τα εδάφη της από τον Δαρείο τον I. Η Αμάσεια υπήρξε πρωτεύουσα του βασιλείου από τη στιγμή της ίδρυσης του, γύρω στο 302 π.Χ., έως το 183 π.Χ., οπότε επί Φαρνάκεως μεταφέρθηκε στη Σινώπη. Συνέχισε όμως να είναι σημαντική για τη βασιλική οικογένεια καθώς ήταν κοντά στο ιερό του Δία Στράτιου και τους τάφους των πρώτων Μιθριδατών Βασιλέων. Το ότι η πόλη διατήρησε τη σπουδαιότητά της αποδεικνύει η συνέχεια της κοπής των νομισμάτων της έως την εποχή του Μιθριδάτη Ευπάτορα καθώς και η διατήρηση της βασιλικής φρουράς[2].

Το 70 π.Χ. η πόλη κατακτήθηκε από τον Λούκουλλο και προσαρτήθηκε στις κτήσεις του Πομπηίου, αποτελώντας πλέον επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το γεγονός αντανακλάται στους θριάμβους του ρωμαίου ύπατου Πομπηίου, οι οποίοι εορτάστηκαν μετά τη νικηφόρο εκστρατεία του στην Ανατολή[3]. Η καλή κατάσταση του Βασιλείου του Πόντου φαίνεται πως δεν μεταβλήθηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, οπότε ο Πόντος αποτέλεσε μεν Ρωμαϊκή επαρχία, διατήρησε όμως την αυτοδιοίκησή του.

Πλούσια περιγραφή της αρχαίας Αμάσειας δίνει ο γεωγράφος Στράβων, ο οποίος καταγόταν από αυτή. Κατ’ αυτόν, η πόλη βρίσκεται σε ένα μεγάλο φαράγγι, το οποίο διασχίζει ο ποταμός Ίρις και είναι προικισμένη τόσο από τον άνθρωπο όσο και τη φύση[4].

Η αρχαία πόλη κτίστηκε αρχικά στη δυτική όχθη του ποταμού Ίρι, σε περιορισμένο χώρο μεταξύ του ποταμού και των βράχων, που ορθώνονται στα δυτικά και φτάνουν σε ύψος τα 250 μ. περίπου. Πάνω σε αυτά ορατά ως σήμερα είναι τμήματα του τείχους της ελληνιστικής περιόδου. Η θέση του ανακτόρου της ίδιας εποχής τοποθετείται στο πλάτωμα, στους πρόποδες του βράχου[5]. Κλίμακα λαξευμένη στο βράχο δίνει πρόσβαση στο τείχος αλλά και στους πέντε λαξευτούς τάφους των Μιθριδατών Βασιλέων. Εντός του τείχους δύο μνημειακές λαξευτές κλίμακες οδηγούν σε σήραγγες προς το εσωτερικό του βράχου. Η χρήση τους μας είναι άγνωστη[6]. Παρά τον αρχικό τους προορισμό κατά την ελληνιστική περίοδο, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Στράβωνα χρησίμευαν στην προμήθεια νερού κατά περιόδους ξηρασίας. Μία γέφυρα ένωνε της δύο όχθες του ποταμού Ίρι εξασφαλίζοντας επικοινωνία με το προάστιο, ενώ μία δεύτερη συνέδεε την πόλη με τη υπόλοιπη χώρα.

Σύμφωνα με ένα μύθο ιδρυτής της Αμάσειας ήταν ο θεός Ερμής, ο οποίος και λατρευόταν σε αυτή[7]. Η κυριότερη όμως θεότητα της πόλης ήταν ο Δίας Στράτιος. Επίσης λατρεύονταν η Μεγάλη Μητέρα, ο πέρσης Μίθρας και ο Σάραπις. Στο προάστιο της πόλης στην ανατολική όχθη του Ίρι βρέθηκε αφιέρωμα στον θεό Έρωτα. Αφιερώσεις πιστοποιούν ακόμη τη λατρεία του Απόλλωνα, της Άρτεμης, της Λητούς και των Νυμφών, ενώ σε νομίσματα συναντούμε ακόμη τις μορφές της Αφροδίτης, του Άρη, της Τύχης, του Ερμή, του Διονύσου, της Αθηνάς Παλλάδος, του Ασκληπιού και της Ίριδος[8].

Οι βασιλικοί τάφοι στην Αμάσεια είναι πέντε, λαξευμένοι στον βράχο, ο οποίος βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Ίρι. Έχουν λαξευτεί, στο μέσω περίπου της ανατολικής παρειάς αυτού, η οποία παρουσιάζει μεγάλη κλίση. Ο φυσικός χώρος κατ’ αυτόν τον τρόπο διαμορφωμένος συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις προκειμένου να φιλοξενήσει λαξευτούς τάφους, οι οποίοι είναι ορατοί, λόγω της καλής τους θέσης, ακόμη και από μακρινή απόσταση[9].

Πριν περάσουμε στην περιγραφή τους σκόπιμο κρίνουμε να παραθέσουμε δύο λόγια για την τεχνική της λάξευσης, με την οποία έχουν κατασκευασθεί. Παρότι η μορφή των λαξευτών τάφων είναι όμοια με αυτή κτηρίων κατασκευασμένων από λίθο, μάρμαρο ή άλλο υλικό, η τεχνική, που ακολουθούταν για την ολοκλήρωσή τους ήταν εντελώς διαφορετική. Η μεγαλοπρεπής όψη των λαξευτών τάφων δεν αντιστοιχούσε στο κόστος υλοποίησής τους, το οποίο δεν ήταν μεγάλο. Ενδεικτικό είναι πως η κατασκευή ενός λαξευτού μνημείου ήταν πιο συμφέρουσα οικονομικά από αυτή ενός κτιστού ίδιων διαστάσεων[10].

Αρχικά επιλεγόταν η θέση, όπου θα λαξευόταν ο τάφος. Όσο πιο μεγάλη ήταν η κλήση του βράχου τόσο καταλληλότερος αυτός θεωρούταν, καθώς εξασφάλιζε ιδανικό πλαίσιο ώστε να προβληθούν στην επιφάνειά του μνημεία, στα οποία δινόταν έμφαση στην πρόσοψή τους. Ακολουθούσε η σχεδίαση του περιγράμματος της πρόσοψης. Στη συνέχεια ξεκινούσε η λάξευση από πάνω προς τα κάτω[11]. Κατά την πρώτη φάση των εργασιών οι τεχνίτες δούλευαν όντας κρεμασμένοι με σχοινιά πάνω από τον τάφο. Όταν είχαν προχωρήσει αρκετά τοποθετούνταν πλέον σκαλωσιές και έπαυαν να δουλεύουν αιωρούμενοι[12]. Μετά τη λάξευση του σκελετού γινόταν, ίσως από διαφορετικούς τεχνίτες η διακόσμηση της πρόσοψης του μνημείου. Η τεχνική ήταν η ίδια, απλώς λεπτομερέστερη. Εφόσον ολοκληρωνόταν το εξωτερικό του τάφου, οι εργασίες έπειτα επικεντρώνονταν στη διαμόρφωση του εσωτερικού, του νεκρικού θαλάμου, ο οποίος μορφοποιούταν με την αφαίρεση μεγάλου όγκου βράχου.

Οι βασικές, απαραίτητες για την κατασκευή ενός λαξευτού τάφου εργασίες ήταν ίδιες. Δυνατό ήταν ωστόσο, να ακολουθηθούν διαφορετικές τεχνικές ανάλογες του τρόπου διακόσμησης κάθε τάφου. Σε τάφους νεκροπόλεων της νότιας Μ.Ασίας, έχει διαπιστωθεί για παράδειγμα χρήση κονιαμάτων, ενώ όχι σπάνια η ζωγραφική αντικαθιστούσε τη λάξευση, όπου η δεύτερη κρινόταν ανεπαρκής στην καλύτερη απόδοση κάποιων λεπτομερειών[13].

Πρόσβαση στους πέντε τάφους δίνουν κλίμακες λαξευμένες στο βράχο. Οι διαφορές μεταξύ αυτών είναι ελάχιστες και αφορούν κυρίως στο μέγεθός τους[14]. Τρείς αποτελούν μία ομάδα, καθώς βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, ενώ οι άλλοι δύο τοποθετούνται νοτιότερα και απέχουν αρκετά τόσο από την ομάδα των τριών, όσο και ο ένας από τον άλλο.

Οι τάφοι είναι εξ’ ολοκλήρου λαξευμένοι στο βράχο[15]. Ο μεγαλύτερος είναι ο βορειότερος, ο οποίος έχει αποδοθεί στον βασιλιά Φαρνάκη I και πιστεύεται πως είναι ημιτελής καθώς το σώμα του δεν έχει αποκοπεί εξ’ ολοκλήρου από τον βράχο[16].

Η πρόσοψή των τάφων είναι απλή. Ο βράχος έχει λαξευτεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να διαμορφώνεται προθάλαμος με παραστάδες στις απολήξεις των πλευρικών τοίχων. Τριών από αυτών, του νοτιότερου της τριπλής ομάδας και των δύο ανεξάρτητων, ο όγκος έχει αποκοπεί από το βράχο. Με αυτό τον τρόπο τους δόθηκε η μορφή ενός ελεύθερου κτίσματος. Η επίστευση της πρόσοψης των δύο βορειότερων είναι αετωματική, ενώ των τριών υπολοίπων καμαρωτή. Στον οπισθότοιχο του ανοικτού προθαλάμου κάθε ενός από τους τάφους υπάρχει ένα άνοιγμα εν είδη παραθύρου, το οποίο δίνει πρόσβαση στον κυρίως μονόχωρο, νεκρικό θάλαμο. Το εσωτερικό του θαλάμου ίσως ήταν καμαροσκεπή[17]. Το άνοιγμα τοποθετείται στο μέσω του ύψους του οπισθοτοίχου. Η περίμετρός του έχει πλαστική διακόσμηση, στην οποία διακρίνεται μία λεπτότητα και καλαισθησία, που ταιριάζει σε βασιλική μόνο τέχνη. Περίτεχνη όλων είναι η λάξευση του ανοίγματος του μεγαλύτερου τάφου, το οποίο περιμετρικά φέρει τριταινιωτή διακόσμηση.

Οι τάφοι χρονολογούνται πριν την μεταφορά της πρωτεύουσας από την Αμάσεια στην Σινώπη, δηλαδή πριν το 183 π.Χ.[18]. Το ότι είναι βασιλικοί αντανακλάται στην μορφή και την διακόσμησή τους, το επιβεβαιώνει όμως και το κείμενο του Στράβωνα[19].

Τα όσα ωστόσο γνωρίζουμε για τους τάφους της Αμάσειας περιορίζονται σε αυτό που βλέπουμε και είναι λιγότερα από αυτά, που αγνοούμε. Οι τάφοι φαίνεται πως είχαν συληθεί ήδη κατά την Αρχαιότητα. Παρόλαυτα και ελλείψη κινητών ευρημάτων αποδίδονται με βεβαιότητα στους πρώτους Μιθριδάτες βασιλείς. Ωστόσο δύσκολο είναι με τα έως τώρα δεδομένα να συσχετιστεί κάθε ένας από αυτούς με κάποιο από τα μέλη της βασιλικής οικογένειας.

Η χρήση της λάξευσης στην κατασκευή μνημείων ανάγατε στην εποχή του Χαλκού. Τέτοιου είδους οικοδομήματα συναντούμε στην Αίγυπτο, ενώ η πρακτική ήταν γνωστή και στην Χεττιτική αρχιτεκτονική, όπου χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή Ιερών[20]. Κατά την πρώτη χιλιετηρίδα π.Χ. η τεχνική συνέχισε να χρησιμοποιείται και να διαδίδεται. Μεγαλύτερη δημοτικότητα απέκτησε όμως μετά την υιοθέτησή της από τον Δαρείο τον I[21].

Μνημεία λαξευμένα σε βράχο συναντούμε στην ευρύτερη περιοχή της Μ.Ασίας. Στην Φρυγία υπάρχουν κάποια πρώιμα παραδείγματα την ακριβή χρήση των οποίων, ωστόσο δεν γνωρίζουμε[22]. Η τεχνική ήταν ευρέως διαδεδομένη και όχι μόνον στην ταφική αρχιτεκτονική[23]. Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα, τα οποία χρονολογούνται από τον 8ο (ίσως και νωρίτερα) έως τον 6ο αι.π.Χ. Σε όλα αυτά όμως αδιάγνωστη είναι η ελληνική επιρροή, η οποία ωστόσο ανιχνεύεται σε μνημεία μεταγενέστερων εποχών[24].

Στην γειτονία του Πόντου, την Παφλαγονία , τα πρώτα παραδείγματα λαξευτών τάφων ανήκουν στον 5ο αι.π.Χ.[25].Η πρόσοψη του τάφου είναι ενιαία με το βράχο και έχει πάντοτε κίονες, ο αριθμός των οποίων ποικίλει. Οι κίονες είναι κοντοί, παχείς με ιδιαίτερα χονδροκομμένες βάσεις, οι οποίες παραπέμπουν στην Χετιτική αρχιτεκτονική[26]. Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός, πως ο τύπος της βάσης δεν άλλαξε ακόμη και όταν εισχώρησε η ελληνική επιρροή, γύρω στον 4ο αι.π.Χ. Πιο κοντά σε ελληνικά πρότυπα είναι ίσως τα κιονόκρανα, τα οποία όμως και πάλι δεν δηλώνουν έντονη επιρροή[27]. Η πρόσοψη διακοσμείται με ανάγλυφες παραστάσεις. Το πλαίσιο του ανοίγματος συχνά είχε τριταινιωτή διαμόρφωση, η οποία παραπέμπει στη διακόσμηση της εισόδου, του τάφου της Αμάσειας. Η λάξευση της εισόδου με αυτό τον τρόπο είναι ελληνική και παραπέμπει στην διαμόρφωση της ιωνικής ζωφόρου[28]. Όσον αφορά την εισαγωγή κιόνων στη πρόσοψη των τάφων, παραμένει αδιευκρίνιστο κάτω από ποιες συνθήκες πραγματοποιήθηκε. Ωστόσο είναι αμφίβολο αν θα ήταν δυνατή αγνοία των ελληνικών πρόστυλων και περίστυλων ναών[29].

Σε αντιδιαστολή με τους μεμονωμένους τάφους της Φρυγίας, τον 4ο αι.π.Χ. εμφανίζονται στην νοτιοδυτική Μ.Ασία ολόκληρες νεκροπόλεις λαξευτών τάφων[30]. Οι περισσότεροι τάφοι της νεκρόπολης στα Μύρα της Λυκίας είναι του λεγόμενου Λυκιακού τύπου και στην κατασκευή τους μιμούνται ξύλινα πρότυπα. Δίπλα σε αυτούς υπάρχουν ορισμένοι, ο αρχιτεκτονικός τύπος των οποίων παραπέμπει άμεσα στην ελληνική παράδοση.

Οι τάφοι είναι εξ’ ολοκλήρου λαξευμένοι στο βράχο, η πρόσοψή τους αντιγράφει αυτή κτηρίου με αετωματική επίστευση και δύο ή περισσότερους κίονες εν παραστάσι. Ο ρυθμός τους είναι κυρίως ιωνικός και λιγότερα είναι τα παραδείγματα με δωρική πρόσοψη[31].Το κέντρο περίπου του τοίχου του προθαλάμου καταλαμβάνει μία λαξευμένη θύρα στο πρότυπο των ξύλινων της εποχής. Στο κάτω μέρος αυτής υπήρχε ένα άνοιγμα μέσω του οποίου γινόταν η πρόσβαση στον κυρίως τάφο. Ο θάλαμος και οι νεκρικές κλίνες αυτού, όπως είναι φυσικό λαξεύονταν στο βράχο.

Απουσία ευρημάτων η χρονολόγηση των τάφων είναι δύσκολη. Έχει προταθεί η άποψη πως η υιοθέτηση ελληνικών στοιχείων έγινε σταδιακά και πως προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλλαν τα μνημεία της Μ.Ασίας. Οι περισσότεροι μελετητές ωστόσο συμφωνούν σε μία χρονολόγηση των ελληνικών τάφων, τόσο της. της Λυκίας όσο και της Καρίας στον 4ο αι.π.Χ [32].

Στην Καππαδοκία τέλος υπάρχει ένας ικανοποιητικός αριθμός λαξευτών τάφων, που χρονολογούνται μεταξύ του 3ου και 1ου αι.π.Χ[33]. Στην πρόσοψή τους, που είναι ενιαία με το βράχο, έχουν κίονες εν παραστάσι, συνήθως περισσότερους από δύο. Η πλειοψηφία τους είναι δωρικού ρυθμού. Πίσω από τον προθάλαμο ανοίγεται ο καμαρωτός νεκρικός θάλαμος. Οι τάφοι της Καππαδοκίας προσεγγίζουν τυπολογικά αυτούς της Παφλαγονίας. Το ελληνικό στοιχείο ωστόσο είναι εντονότερο σε αυτούς[34].

Κλείνοντας την περιήγησή μας στη Μ.Ασία, μέσω των λαξευτών μνημείων της συμπεραίνουμε, πως η χρησιμοποίηση της λάξευσης έχει μακραίωνη παράδοση, που ξεκινά ήδη από την εποχή του Χαλκού. Στην πρώιμη φάση τους, οι τάφοι της Μ.Ασίας είναι εντελώς μη ελληνικοί κατόπι όμως εισάγονται στην αρχιτεκτονική τους, σταδιακά, ελληνικά στοιχεία[35].

Ειδικότερα για στους τάφους των Μιθριδατών Βασιλέων στην Αμάσεια, συμπεραίνουμε, πως αυτοί αποτελούν έναν ξεχωριστό τύπο, ο οποίος δεν απαντάται πουθενά αλλού στην Μ.Ασία, μα ούτε και εκτός αυτής. Είναι βεβαίως λαξευμένοι σε βράχο και αυτό τους συνδέει με τον αρχιτεκτονικό τύπο αυτών, που την ίδια εποχή κατασκευάζονται στην Καρία, την Λυκία, την Φρυγία, την Παφλαγονία και την Καππαδοκία, όμως η διαμόρφωση της πρόσοψής τους δεν βρίσκει κάποιο παράλληλο σε αυτές τις περιοχές. Κύριο χαρακτηριστικό των επηρεασμένων από την ελληνική αρχιτεκτονική λαξευτών τάφων, εκτός Πόντου, είναι η κιονωτή πρόσοψη, που λείπει από τους τάφους της Αμάσειας. Παρατηρούμε λοιπόν, πως τον 3ο αι.π.Χ. οι Μιθριδάτες βασιλείς, επιλέγουν και υιοθετούν για την οικογένειά τους ταφικά μνημεία, τα οποία ναι μεν έλκουν την καταγωγή τους από την περσική παράδοση, αντανακλούν όμως με σαφήνεια χαρακτηριστικά της ελληνικής αρχιτεκτονικής[36].

Οι τάφοι των Μιθριδατών, από καλλιτεχνική άποψη, ίσως δεν είναι μεγάλης αξίας. Αυτό, που κάποιος όμως θα μπορούσε να επισημάνει είναι η αφομοίωση περσικών και ελληνικών αρχιτεκτονικών στοιχείων καθώς και η εφαρμογή τους με μοναδικό τρόπο μέσω ενός εγχώριου πρίσματος[37].



[1]A.B.Bosworth-P.V.Wheatley, The Origins of the Pontic House, στο JHS 118 (1998) σ. 155. Στη δυναστεία αυτή αναφέρεται μόνο ο Διόδωρος Σικελιώτης. Διόδωρος Βιβλιοθήκη 15.90.3, 16.90.2, 20.111.4.

[2]Σύμφωνα με μία επιγραφή από την Αμάσεια ο Φαρνάκης συνέχισε να διατηρεί φρουρά στην πόλη και μετά τη μεταφορά της έδρας της πρωτεύουσας στη Σινώπη. J.D.C. Anderson, Amasia, στο Studia Pontica III (1910), αρ. 94. σ. 114.

[3] Σε επιγραφές, που μεταφέρονταν κατά τη διάρκεια του Θριάμβου αναγράφονται τα ονόματα των κατακτημένων περιοχών. Παφλαγονία και Πόντος, Αρμενία και Καππαδοκία, Μηδεία, Κολχίδα, Ιβηρία και Αλβανία, Συρία, Κιλικία, και Φοινικία. C.King, The Black Sea: A History, Oxford 2004, σ. 45.

[4] Στράβων, Γεωγραφικά 12.3.39.

[5] Έχει εντοπιστεί λιθοδομή ελληνιστικής περιόδου, η οποία ίσως ανήκε στο ανάκτορο. D.R.Wilson, Amaseia στο The Princeton Encyclopedia of Classical Studies, Princeton 1976, σ. 47.

[6] Ίσως συνδέονται με κάποιου είδους τελετουργικό, που συσχετίζεται με τη Φρυγία. Wilson 1967, όπ.αν. σημ. 5.

[7] Anderson (1910), όπ.αν. σημ. 2, σ. 109.

[8] Anderson (1910), όπ.αν. σημ. 2, σ. 110.

[9] J.Fedac, Monumental Tombs of the Hellenistic Age: A Study of Selected Tombs from the Pre-Classical to the Early Imperial Era, Toronto 1990, σ. 46.

[10] Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 96.

[11] Τα εργαλεία, που χρησιμοποιούνταν στη λάξευση ήτα κυρίως αξίνες και σμίλες. P.Roos, The Rock-Cut Tombs of Caunus 1-2, Goteborg 1972, σ. 61-66.

[12] Οι οπές, που δημιουργούνταν στο βράχο για τη στερέωση των δοκαριών της σκαλωσιάς είναι ορατές σε κάποιους τάφους ακόμη και σήμερα. Roos 1972. όπ.αν. σημ. 11, πιν. 19, σ. 3.

[13] Roos 1972, όπ.αν. σημ. 11, σ. 63-66.

[14] Το ύψος τους κυμαίνεται γύρω στα 11μ. H. von Gall, Zu den Medischen Felsgradern in Nordwestiran und Iraqi Kurdistan, στο AA 81 (1966), σ. 595.

[15] H. von Gall (1967), όπ.αν. σημ. 14, σ. 595.

[16]Wilson 1967, όπ.αν. σημ. 5, σ. 47.

[17] Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 101.

[18] H. von Gall (1967), όπ.αν. σημ. 14595.

[19] εν τω περιβόλω τούτω βασιλεία τ’ εστι και μνήματα βασιλέων. Στράβων Γεωγρ. 12.3.39.

[20] 1275-1250 π.Χ. Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 47.

[21] Από την εποχή του Δαρείου του I, έως την πτώση της δυναστείας των Αχαιμενιδών όλοι οι τάφοι των περσών βασιλέων ήταν λαξευτοί. Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 48.

[22] Πρόκειται πιθανότατα για μνημεία λατρείας. Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 48. Κάποια παραδείγματα είναι το λεγόμενο Μνημείο του Μείδα στο Eskisehir, το Arslan-Tas στο Ayazin. C.H.E.Haspels, The Highlands of Phrygia, Princeton 1971, σ. 73, 118-119.

[23] Ενδεικτικό είναι πως η Πόλη του Μείδα είναι σχεδόν εξολοκλήρου λαξευμένη σε βράχο. Ένα άλλο γνωστό μνημείο της περιοχής είναι ο λεγόμενος τάφος του Αγ.Χαραλάμπους. Haspels 1971, όπ.αν. σημ. 22, σ.139. G.E.Bean, Aegean Turkey, London 1967, σ. 61.

[24] Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 52.

[25] Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 53.

[26] H. von Gall (1967), όπ.αν. σημ. 14, σ. 586 κ.ε.

[27] Στην ελληνική αρχιτεκτονική παραπέμπουν κιονόκρανα από τον τάφο Gerdek Bogazi και από την Labraynda. K.Jeppesen, The Propylaea. Laraunda τ1, Lund 1955, σ. 42. R.Naumann, Architektur Kleinasiens, Tubingen 1971, σ. 139.

[28] Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 53.

[29] Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 54.

[30]Για νεκρόπολη Καύνου βλ. Roos 1972. όπ.αν. σημ. 11. Για νεκρόπολη στα Μύρα της Λυκίας βλ. J.Borchhardt, Myra: eine Lykische Metropole in Antiker und Byzantinischer Zeit, Berlin 1975.

[31] Στην Ετρουρία υπάρχει ο μοναδικός λαξευτός τάφος με κορινθιακούς κίονες. Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 97.

[32] Για την συζήτηση γύρω από τη χρονολόγηση των ελληνικών τάφων της Μ.Ασίας βλ. Roos 1972. όπ.αν. σημ. 11, σ. 94-95.

[33] Για τάφους στην Καππαδοκία βλ. H. von Gall (1967), όπ.αν. σημ. 14, σ. 19-43.

[34] Fedac 1990, όπ.αν. σημ. 9, σ. 101.

[35] Boardman 1994, 279. Roos 1972, 94-95.

[36] H. von Gall (1967), 595.

[37] H. von Gall (1967), 595.

.end of clearme -->
copyright ©2006 Φάρος Ποντίων
Website created by : Inventics SA